Ιναχειος

Ιναχειος
    Ἰνάχειος
    3
    (ῑνᾰ) инахов
    

κόρη ἥ Ἰναχεία Aesch. = Ἰώ


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "Ιναχειος" в других словарях:

  • ινάχειος — ἰνάχειος, εία, ον (Α) [ίναχος] αυτός που κατάγεται από τον Ίναχο ή έχει σχέση με αυτόν …   Dictionary of Greek

  • Ἰνάχειος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰνάχειον — Ἰνάχειος masc acc sg Ἰνάχειος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰναχείης — Ἰνάχειος fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰνάχεια — Ἰνάχειος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰνάχειοι — Ἰνάχειος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰναχείας — Ἰναχείᾱς , Ἰνάχειος fem acc pl Ἰναχείᾱς , Ἰνάχειος fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰναχείαν — Ἰναχείᾱν , Ἰνάχειος fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»